- υπεξέλκω
- Μαποσύρω κρυφά ή λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐξέλκω «σέρνω προς τα έξω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεξερύω — και ιων. τ. ὑπεξειρύω Α ὑπεξέλκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξερύω / ἐξειρύω «εκβάλλω, σύρω έξω»] … Dictionary of Greek